- ἀποτρέψω
- ἀποτρέπωturn away fromaor subj act 1st sgἀποτρέπωturn away fromfut ind act 1st sgἀποτρέπωturn away fromaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσπεύδω — ἀποσπεύδω (Α) 1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο 2. ενεργώ με βραδύτητα … Dictionary of Greek
αποτροπιάζομαι — (Α ἀποτροπιάζω κ. ομαι) [αποτροπή] νεοελλ. αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, αντιπαθώ αρχ. κάνω προσευχή ή θυσία για ν αποτρέψω κάτι κακό … Dictionary of Greek
εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… … Dictionary of Greek
προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… … Dictionary of Greek